φουσκομάγουλος

φουσκομάγουλος
η , ο толстощёкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φουσκομάγουλος" в других словарях:

  • φουσκομάγουλος — η, ο, Ν αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + μάγουλο] …   Dictionary of Greek

  • φουσκομάγουλος — η, ο αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως …   Dictionary of Greek

  • φλάσκας — ο άνθρωπος που έχει φουσκωμένα μάγουλα σαν φλάσκα (βλ. λ.), ο φουσκομάγουλος: Έγινε φλάσκας ο γιος της με τόσο φαΐ που τον ταΐζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»